Preview only show first 10 pages with watermark. For full document please download

ο λαϊκός πολιτισμός στο ποιμενικό ποίημα τα κατά κλεάνθην και αβροκόμην (1801) του κωνσταντίνου μάνου

Ο λαϊκός πολιτισμός στο ποιμενικό ποίημα Τα κατά Κλεάνθην και Αβροκόμην (1801) του Κωνσταντίνου Μάνου

   EMBED


Share

Transcript

    ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ   ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ – 30 Λαϊκός πολιτισμός και έντεχνος λόγος (ποίηση – πεζογραφία – θέατρο) ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ (Αθήνα, 8-12 Δεκεμβρίου 2010) ΤΟΜΟΣ Β´ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Γ ΙΩΡΓΟΣ Β ΟΖΙΚΑΣ ΑΘΗΝΑ 2013  Γιάννης Ξούριας   *Ο ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΑ ΚΑΤΑΚΛΕΑΝΘΗΝ ΚΑΙ ΑΒΡΟΚΟΜΗΝ  (1801) ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΑΝΟΥΑν κρίνουμε από τις διαδοχικές επανεκδόσεις του, το «ποιμενικόν πόνημα» τουΚωνσταντίνου Μάνου Τα κατά Κλεάνθην και Αβροκόμην φαίνεται πως είχε μιακάποια απήχηση στο κοινό 1 . Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1801 στη * Λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.1. Τα σχετικά με τον ποιητή είναι σε μεγάλο βαθμό ακόμα αδιευκρίνιστα. Γενικά πιστεύεταιπως ποιητής είναι ο Κωνσταντίνος Μάνος (1777-;) του κλάδου της οικογένειας των Μάνωνπου ζει στη Βλαχία (Βρανούσης 1955, σ. 38). Κύρια πηγή για την ταύτιση είναι ο Constantin G.Mano (1907, σ. 341), ο οποίος όμως ουσιαστικά απλώς παραπέμπει στις βιβλιογραφικές πλη-ροφορίες του Ανδρέα Παπαδόπουλου Βρετού (1857, σ. 119, αριθ. 328). Από την άλλη, ο κόμηςde Marcellus (1851, σ. 162 και 1861, σ. 297), πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη (1815-1820),διασώζει μαρτυρίες γόνων φαναριώτικων οικογενειών, σύμφωνα με τις οποίες το ποιμενικόποίημα Τα κατά Κλεάνθην και Αβροκόμην είναι το δώρο που ο Κωνσταντίνος Μάνος πρόσφερεστην αρραβωνιαστικιά του Ευφροσύνη Αργυροπούλου. Στις μαρτυρίες του Marcellus δίνεταιη αίσθηση ότι ο ποιητής ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, αν και δεν δηλώνεται κάτι τέτοιορητώς. Ωστόσο, το πρόβλημα με τις μαρτυρίες αυτές είναι ότι διάφορες γενεαλογίες Φαναρι-ωτών δεν αναφέρουν κάποιον Κωνσταντίνο Μάνο νυμφευμένο με Ευφροσύνη Αργυροπούλου(βλ. Rangabé 1892, σ. 61-66· Mano 1907, σ. 341· Sturdza 1983, σ. 313-315). Ένας ΚωνσταντίνοςΜάνος της Κωνσταντινούπολης που θα μπορούσε να διεκδικήσει την πατρότητα του ποιήμα-τος είναι ο γιος του λόγιου, μεταξύ άλλων, Δημητρίου Μάνου (1754-1825), γεννημένος στηνΠόλη το 1784 (πέθανε στην Αθήνα το 1835). Ο συγκεκριμένος Κωνσταντίνος Μάνος, με λόγιαενδιαφέροντα, είχε νυμφευτεί γόνο της οικογένειας Αργυροπούλου, όχι όμως ονομαζόμενηΕυφροσύνη, αλλά Σεβαστή, κόρη του σπουδαίου Ιάκωβου Αργυρόπουλου, και η οποία επιπλέ-ον γεννήθηκε μόλις το 1799 και ο γάμος τους φυσικά έγινε πολύ αργότερα, το 1827 (Rangabé1892, σ. 66). Επίσης, ο γεννημένος το 1784 Κωνσταντίνος ήταν ακόμα έφηβος, όταν λογικάγράφει το ποίημα και, αν παρ’ όλα αυτά είχε πρώιμες ποιητικές ανησυχίες και αρετές, ευνοη-μένες σίγουρα από τον λόγιο πατέρα, ωστόσο είναι δύσκολο να ισχύουν οι πληροφορίες πουαναπαράγει ο Marcellus περί ποιήματος-γαμήλιου δώρου. Άλλωστε ο Marcellus (1861, κυρίωςστις σ. 60 και 295) φαίνεται πως γνώριζε πολύ καλά τον Δημήτριο Μάνο και λογικά θα γνώριζεκαι τον υιό Κωνσταντίνο και μάλλον δύσκολα θα άφηνε ασχολίαστη μια πιθανή συγγραφι-  220 ΓΙΑΝΝΗΣ ΞΟΥΡΙΑΣ Βούδα και επανεκδόθηκε τον αμέσως επόμενο χρόνο (1802) στην Τεργέστη καιγια τρίτη φορά το 1811 στην Κωνσταντινούπολη. Η τριπλή κυκλοφόρησή τουσε διάστημα δεκαετίας κάνει Τα κατά Κλεάνθην και Αβροκόμην να είναι το πιοπολυτυπωμένο ποιητικό έργο της εποχής. Κοντά στις τρεις πρώτες ας προστε-θεί και μια τέταρτη, σχετικά μεταγενέστερη, αθηναϊκή έκδοση του 1836 2 .Το ποίημα του Μάνου μπορεί να ιδωθεί μέσα στο πλαίσιο ανανέωσης τουνεοελληνικού ενδιαφέροντος για την ποιμενική/ειδυλλιακή λογοτεχνία στις δι-άφορες ειδολογικές εκδοχές της, σε πεζή ή έμμετρη μορφή, ήδη από τη δεκαετίατου 1790, η οποία συνεχίζεται και πυκνώνει και στις δύο πρώτες δεκαετίες του19ου αι. Η τάση αυτή εκδηλώνεται κυρίως μέσα από μεταφράσεις: τα κείμεναπου περιλαμβάνει η έκδοση του Ρήγα Ηθικός Τρίπους (Βιέννη 1797) σε μετά-φραση του ίδιου του Ρήγα και του Αντώνιου Κορωνιού· η μετάφραση του Γ. Ν.Σούτσου Ο πιστός βοσκός (  Βενετία 1804), με την οποία αναβιώνει η νεοελληνι-κή ενασχόληση με το ποιμενικό δράμα του G. B. Guarini Il pastor do (1590)· οιμεταφράσεις ή μιμήσεις έργων του Salomon Gessner ως νεοελληνική έκφρασημιας πανευρωπαϊκής μόδας, αλλά και η μετάφραση του ποιμενικού μυθιστορή-ματος Γαλάτεια (Βιέννη 1796) του Florian από τον Αντώνιο Κορωνιό. Σε αυτά κή επιτυχία του, στην οποία μάλιστα κάνει αναφορά στο ίδιο έργο. Γενικά, το πλαίσιο μέσαστο οποίο παρουσιάζονται οι εν λόγω πληροφορίες του Marcellus, έχει έντονο μυθοπλαστικόχαρακτήρα. Ωστόσο, και πάλι η εκδοχή ενός ποιητή Μάνου από τον κωνσταντινουπολίτικοκλάδο της οικογένειας δεν μπορεί να αποκλειστεί: στους γραμματολογικούς καταλόγους τουΙωσήφ Δε Κιγάλλα (1846, σ. 62, αριθ. 344) και του Ανδρέα Παπαδόπουλου Βρετού (1857, σ.301), στον οποίο, όπως είδαμε, στηρίζεται ο Constantin G. Mano, προσδιορίζουν τον συγγρα-φέα ως Κωνσταντινουπολίτη. Κι αν ο Παπαδόπουλος Βρετός είναι δυνατόν να αναπαράγει τονMarcellus, με τον οποίο άλλωστε σχετιζόταν, αυτό δεν ισχύει για την περίπτωση του Δε Κιγάλ-λα, του οποίου το έργο προηγείται των αναφορών του Γάλλου συγγραφέα. Για μια ενδελεχήκαι πλούσια τεκμηριωμένη πραγμάτευση του θέματος βλ. τώρα την αδημοσίευτη διπλωματικήεργασία του Αλέξανδρου Κατσιγιάννη (2010, σ. 11-21), τον οποίο ευχαριστώ θερμά για τηνκαλοσύνη του να θέσει τη μελέτη του υπόψη μου.2. Βλ. Ηλιού (1997, αριθ. 1801.48, 1802.54, 1811.60). Γκίνης και Μέξας (1939, αριθ. 2735). Γιατην απήχηση του ποιήματος είναι ενδεικτική και η ενσωμάτωση δέκα στίχων του στην ανθολο-γία που δημοσίευσε ο eodor Kind (1827, σ. 38 και σχόλια στις σ. 75-76), βλ. σχετικά Πολίτης(2010β). Ο Κατσιγιάννης (2010, σ. 82-88 και 2011) δίνει επιπλέον πληροφορίες για την τύχηκαι την αναγνωσιμότητα του έργου στα μεταγενέστερα χρόνια. Ωστόσο, αν και πολυτυπωμένοκαι με σημαντική σχετικά απήχηση, είναι περίεργο που το ποίημα του Μάνου δεν μνημονεύεταιστις γραμματολογικές ανασκοπήσεις, τουλάχιστον εκείνες που θα μπορούσαν να του παρα-χωρήσουν μια θέση. Ο Κωνσταντίνος Οικονόμος δεν αναφέρει το έργο στα Γραμματικά του(Βιέννη 1817), όπως κάνει με άλλα της σύγχρονής του νεοελληνικής ποιητικής παραγωγής.Ανάλογα φαίνεται να το αγνοούν και οι (φαναριώτικες) λογοτεχνικές Ιστορίες του Νερουλούκαι του Ραγκαβή.    ΤΑ   ΚΑΤΑ   ΚΛΕΑΝΘΗΝ    ΚΑΙ     ΑΒΡΟΚΟΜΗΝ    (1801)   ΤΟΥ   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ   ΜΑΝΟΥ 221 βέβαια μπορούν να προστεθούν και οι λυρικές αρκαδικές συνθέσεις του Χρι-στόπουλου και του Βηλαρά ή ορισμένες σποραδικές απόπειρες, όπως η Ωδή ειςτο Έαρ (Παρίσι 1817) του Κωνσταντίνου Νικολόπουλου και τα αρχαιόγλωσσα Ειδύλλια ( Ειδύλλιον εγκωμιαστικόν και Ειδύλλιον ποιμενικόν ,   Βιέννη 1806 και1807) του Αναστάσιου Γεωργιάδη (Λευκία) 3 .Η ποιμενική λογοτεχνία είναι εξαιρετικά πολύμορφη. Γράφεται σε ποίησηκαι σε πρόζα και καλύπτει ευρύ φάσμα των συμβατικών λογοτεχνικών ειδών(λυρική ποίηση, δράμα, μυθιστόρημα). Το συνεκτικό στοιχείο που δίνει σε όληαυτή τη λογοτεχνική παραγωγή τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, είναι το θέμα καιτο ύφος. Κατά κανόνα το ποιμενικό λογοτεχνικό έργο έχει ως θέμα τους έρωτεςποιμένων, συνήθως με αρχαιοελληνικά ονόματα, οι οποίοι ζουν σε έναν παρα-δεισένιο τόπο (locus amoenus). Η απόδοση του ποιμενικού βίου είναι εξιδανι-κευμένη και αποφεύγεται οποιαδήποτε ρεαλιστική προσέγγιση: οι ήρωες τωνποιμενικών έργων ζουν σε έναν άτρωτο Χρυσό Αιώνα. Ανάλογα, η απλότητακαι η αφέλεια του ήθους των ηρώων πρέπει να αντανακλάται και στο ύφος 4 . 3. Συνοπτική παρουσίαση της νεοελληνικής, μεταφρασμένης και πρωτότυπης, ειδυλλιακής πα-ραγωγής, σε πεζή μορφή κυρίως, με βιβλιογραφική ενημέρωση βλ. Αθήνη (2010, σ. 22-35, 53-56). 4. Για τα χαρακτηριστικά της ποιμενικής λογοτεχνίας και σχετικά με την ιστορία και τη θε-ωρία της βλ. Congleton και Brogan (1993, σ. 885-888). Για τις θεωρητικές απόψεις που διακι-νούνται την περίοδο αυτή στον ελληνικό χώρο και αναπαράγουν τις παγιωμένες αντιλήψειςτου ευρωπαϊκού νεοκλασικισμού, βλ. Οικονόμος (1817, σ. 445-454) και Μεγδάνης (1819, σ.312-316). Το γεγονός ότι ο Κ. Μάνος (1802, σ. 16) στην εισαγωγική «Εαρολογία» μνημονεύ-ει ρητά τον Χρυσό Αιώνα ως χωροχρονικό πλαίσιο του ειδυλλίου (« Επικρατεί ομόνοια, δενκυριεύει φθόνος, / βλέπεις την επανάκαμψιν, του πριν Χρυσού Αιώνος »), μάλλον υποδηλώνειμια κάποια γνώση ποιητικής θεωρίας· για τον Χρυσό Αιώνα στην ποιμενική λογοτεχνία βλ.Marinelli (1971, σ. 15-36). Άλλωστε ο φιλολογικός χαρακτήρας της σύνθεσης διαφαίνεται καιαπό τον τίτλο, που χαρακτηρίζεται από «φιλολογικό συγκρητισμό». Τα ονόματα των ηρώωνπαραπέμπουν σαφώς στους ήρωες (και μόνο) των Εφεσιακών του Ξενοφώντα του Εφέσιου(2ος-3ος αι. μ.Χ.), αν και με (ειρωνικώς;) αντεστραμμένα τα φύλα (Κλεάνθης-Άνθια / Αβροκό-μη-Αβροκόμης). Τη συσχέτιση με τα Εφεσιακά κάνει και ο Börje Knös (1962, σ. 613). Το έργοτου Ξενοφώντα του Εφέσιου είχε εκδοθεί μάλιστα σχετικά πρόσφατα, το 1793, στη Βιέννη απότον Γεώργιο Βεντότη ( Ξενοφώτος Εφεσίου τα κατά Ανθίαν και Αβροκόμην... Ελληνιστί μετάτης Ιταλικής μεταφράσεως του... Antonio Salvini ): βλ. Λαδάς και Χατζηδήμος (1970, αριθ. 137)·Κατσιγιάννης (2010, σ. 53). Από την άλλη η διατύπωση του τίτλου ( Τα κατά Κλεάνθην και Αβροκόμην ) παραπέμπει στην τιτλοφόρηση των βυζαντινών ερωτικών μυθιστοριών του 12ουαι. (λ.χ. Τα κατ’ Αρίστανδρον και Καλλιθέαν του Κωνσταντίνου Μανασσή κ.ά.). Επιπροσθέτως,και μια πρόχειρη ανάγνωση του έργου του Μάνου είναι ικανή να φανερώσει πως βασική, αν όχιη πιο βασική, μέριμνα του ποιητή είναι να επιδείξει τις πλούσιες γνώσεις του σε πολλαπλά καιποικίλα πεδία βλ. Κατσιγιάννης (2010, σ. 60-62) και του ιδίου (2011). Άλλωστε, ο εγκυκλοπαι-δισμός δεν είναι μόνο ένα διαφωτιστικό ιδανικό, είναι επίσης (ίσως για την περίπτωσή μας καιπιο σημαντικό) αίτημα του νεοκλασικισμού: βλ. Ξούριας (2007, σ. 278).