Preview only show first 10 pages with watermark. For full document please download

συμβολα και συμβολισμοι

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΑΡΔΑΜΑΝΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

   EMBED


Share

Transcript

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΔΑΡΔΑΜΑΝΗ ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑ ΤΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΑ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ που υποβλήθηκε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Αρχιμ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ ΣΚΡΕΤΤΑΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Οι συμβολισμοί των αφορώντων στη θεία λατρεία γενικότερα και στη θεία λειτουργία ειδικότερα δεν δημιουργήθηκαν σε μία χρονική στιγμή, για να εκπληρώσουν κάποια καιρική πρακτική ανάγκη. Παρουσιάσθηκαν σε μία διάρκεια χρόνου με κύρια πηγή έμπνευσης την Αγία Γραφή και τη λειτουργική και ιεροτελεστική παράδοση. Την παράδοση αυτή κατέγραψαν οι ιεροί υπομνηματιστές, κληροδοτώντας μας ένα πλούτο θεολογικών συμβολισμών. Η καταγραφή τους είναι ικανή να αναπαραγάγει, χωρίς επιπλέον πηγές, σχεδόν το σύμπαν των λειτουργικών δρωμένων. Στην παρούσα διπλωματική εργασία γίνεται προσπάθεια καταγραφής των συμβολισμών, των διαφοροποιήσεων ως προς αυτούς μεταξύ των ιερών πατέρων, καθώς και επισημάνσεων περί του πότε και από ποια ανάγκη ορμώμενοι διατύπωσαν έκαστο συμβολισμό. Η καταγραφή του θέματος, όντως κλείδα για την βιωματική πρόσψαυση της λογικής λατρείας των χριστιανών, παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο για τους λειτουργιολόγους, αλλά και για τους πιστούς εν γένει. Η, κατά την ταπεινή μου άποψη, κύρια προβληματική του θέματος είναι η αρμονική ένταξη των συμβολισμών στη θεία λατρεία, χωρίς να αλλοιώνεται η μορφή και η δομή της. Αυτό είναι ένα θέμα πρός περαιτέρω έρευνα και επιστημονική διερεύνηση. 2 Θερμές ευχαριστίες οφείλω από καρδίας σε όσους ποικιλοτρόπως βοήθησαν και συμπαραστάθηκαν κατά την έρευνα και τη συγγραφή της εργασίας μου, εξαιρέτως δέ στον πολλά κοπιάσαντα μαζί μου, για την όσο το δυνατόν άρτια παρουσίασή της, σεβαστό μου Σύμβουλο επίκουρο καθηγητή της Λειτουργικής Αρχιμ. Νικόδημο Σκρέττα. Θεσσαλονίκη 20 Δεκεμβρίου 2009 Δαρδαμάνη Μαριάννα 3 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Σελίδα ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 2 ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ... ΕΙΣΑΓΩΓΗ.. ΚΕΦ. Α ΣΥΜΒΟΛΟ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ Η ΑΝΑΓΚΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΛΟΥ 13 ΚΕΦ. Β ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ 1. ΟΙ ΙΕΡΟΙ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΜΥΣΤΑΓΩΓΟΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗ- ΣΙΑΣ ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟ- ΞΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ. 30 ΚΕΦ. Γ ΣΥΜΒΟΛΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΛΕ- ΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ 1. Η ΘΕΙΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΜΑ Η ΙΕΡΩΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΧΙΚΟ ΣΧΗΜΑ Ο ΓΑΜΟΣ ΤΟ ΕΥΧΕΛΑΙΟ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΝΗΜΟΣΥΝΑ.. 54 ΚΕΦ. Δ ΝΑΟΣ-ΣΚΕΥΗ-ΑΜΦΙΑ 1. ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΣΚΕΥΩΝ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΙΕΡΑΤΙΚΩΝ ΑΜΦΙΩΝ 78 ΚΕΦ. Ε ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΩΝ ΤΕΛΟΥΜΕΝΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ 1. ΠΡΟΣΚΟΜΙΔΗ ΜΙΚΡΑ ΕΙΣΟΔΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΧΕΡΟΥΒΙΚΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΥΧΗ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΛΗΨΗ. 101 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 106 Α. ΠΗΓΕΣ 108 Β. ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ AB : Ἀνάλεκτα Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1969ἑξ. Αρχιμ. : Αρχιμανδρίτης Βλ. : Βλέπε ΕΠΕ : Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1972εξ. ΘΗΕ :Θρησκευτική καὶ Ἠθικὴ Ἐγκυκλοπαιδεία, Ἀθῆναι 1962ἑξ. Ιερομ. : Ιερομόναχος Πρβλ. : Παράβαλε σ. : Σελίδα σσ. στ. : Σελίδες : Στήλη τ. : Τόμος-τεύχος MEE : Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια ΞΕΝΕΣ BZ : Byzantinische Zeitschrift. PG : J. P. Migne, Patrologiae cursus completus, series Graeca. SC : Sources Chrétiennes, sous la direction de C. MODE- SERT, Παρίσι 1942ἑξ. ΕΟ : Echos d Orient, Paris SA : Studia Ancelmiana, Roma 1936ἑξ. 5 HJCG : Historisches Jahrbuch der Corresgesellschaft, Münster und Mϋnchen, 1880ἑξ. RTK : Realencyklopädie für protestantische Theologie und Kirche. DTC : Dictionnaire de Théologie Catholique, Paris ΕΙΣΑΓΩΓΗ «Ο χριστιανισμός δεν ανακάλυψε τα σύμβολα. Χρησιμοποίησε την κοινή πανανθρώπινη αυτή γλώσσα, για να αναγάγει τον άνθρωπο από τα γνωστά στα άγνωστα, από τα αισθητά στα νοητά και από τις εικόνες και τα απομιμήματα, στο αρχέτυπο και άρρητο θείο κάλλος», γράφει ο μακαριστός καθηγητής της Λειτουργικής Ιωάννης Φουντούλης 1. Ο Συμεών Θεσσαλονίκης καίρια σημειώνει ότι η Eκκλησία «διὰ συμβόλων ἱερῶν διδάσκει τὰ ὑπὲρ ἔννοιαν» 2. Τα σύμβολα -τα «αἰσθητά»- αγιάζουν τις αισθήσεις και τα «νοητά», τα οποία εγκρύπτονται σ αυτά, αγιάζουν το πνεύμα 3. «Οἱ θεολόγοι τὰ μὲν πολιτικῶς καὶ ἐννόμως ἐπισκοποῦσι, τὰ δὲ καθαρτικῶς καὶ ἀχράντως, καὶ τὰ μὲν ἀνθρωπικῶς καὶ μέσως, τὰ δέ ὑπερκοσμίως καὶ τελεσιουργικῶς» 4. «Χρὴ τοίνυν καὶ ἡμᾶς, ἀντὶ τῆς δημώδους περὶ αὐτῶν ὑπολήψεως, εἴσω τῶν ἱερῶν συμβόλων ἱεροπρεπῶς διαβαίνειν, καὶ μηδὲ ἀτιμάζειν αὐτά, τῶν θείων ὄντα χαρακτήρων ἔκγονα καὶ ἀποτυπώματα, καὶ εἰκόνας ἐμφανεῖς τῶν ἀποῤῥήτων καὶ ὑπερφυῶν θεαμάτων» 5. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης θεωρεί τα σύμβολα ως ορατές εικόνες των αοράτων ιδεών, γεννήματα των θείων ιδιοτήτων και συνεπώς μετέχοντα της θείας φύσεως. Οι συμβολισμοί στη θεία λατρεία γενικότερα και στη θεία λειτουργία ειδικότερα είναι μία παρακαταθήκη που διασώζεται από τους ιερούς υπομνηματιστές. Εμείς ως χριστιανοί οφείλουμε να την εντοπίσουμε, να την αξιολογήσουμε, να τη μελετήσουμε. Ως θεολόγοι δε και ερευνητές του κάλλους της θείας λατρείας, οφείλουμε να την ανασυνθέσουμε συστηματικά, ώστε να τη διαφυλάξουμε και να τη μεταδώσουμε γνήσια και ανόθευτη. Ο λόγος αυτός μας ώθησε στην παρούσα ερευνητική και συνθετική προσπάθεια, γιατί η απουσία της ερμηνείας της συμβολικής «γλώσσης» και η επιφανειακή αντιμετώπισή της, χωρίς να κατανοείται το βαθύτερο νόημά της, φέρει αναγκαστικά την τυποποίηση, την ειδωλοποίηση και τον συμβατικό τρόπο της εκκλησιαστικής ζωής. Στον ορθόδοξο χώρο, παρά την σημαντική μέχρι τώρα έρευνα, φαίνεται να μην υπάρχει κάποια εξειδικευμένη μελέτη, η οποία να αναφέρε- 1 Η συμβολική γλώσσα της θείας λατρείας, Δράμα 1991, σ Ερμηνεία, κεφ. β, PG 155, 700D. 3 Γ. ΜΕΝΤΙΔΑΚΗ, Τύπος και συμβολισμός στην ορθόδοξη λατρεία, εκδ. Δετοράκη, Ηράκλειο 1997, σ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, PG 3, 1108B. 5 Όπ. π., PG 3, 1108C. 7 ται αποκλειστικά στους συμβολισμούς της θείας λατρείας κατά τους ιερους υπομνηματιστές. Γενικότερα όμως υπάρχουν στα πατερικά κείμενα, αλλά και στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία, εξειδικευμένα θέματα τα οποία σχετίζονται με το θέμα. Για την επιστημονική τεκμηρίωση της παρούσας εργασίας χρησιμοποιήθηκαν ως πηγές, εκτός από την Αγία Γραφή και τους πατέρες της Εκκλησίας, και σημαντικά έργα σύγχρονων λειτουργιολόγων. Ενδεικτικά θα μπορούσα να αναφέρω τον Salaville στο κριτικό έργο του Nicolaus Cabasilas, Explication de la Divine Liturgie. Tον πρωτοπρ. Κωνσταντίνο Καραϊσαρίδη στο έργο του Η συμβολή του π. Δημητρίου Στανιλόαε στη μελέτη των λειτουργικών θεμάτων καθώς και στο έργο του Ο χριστιανικός ναός, τον Νέναντ Μιλόσεβιτς στο έργο του Η θεία ευχαριστία ως κέντρον της θείας λατρείας, τον Παναγιώτη Σκαλτσή στο έργο του Λειτουργικές Μελέτες Ι και ΙΙ και τον αρχιμ. Νικόδημο Σκρέττα στο έργο του Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων. Σημαντικά επίσης έργα, που προηγήθηκαν της εργασίας μας και τα λάβαμε υπόψη, θεωρούμε εκείνα του Κωνσταντίνου Καλλινίκου, Ο χριστιανικός ναός καὶ τὰ τελούμενα ἐν αὐτῷ, του Κωνσταντίνου Κούρκουλα, Τὰ ἱερατικά ἄμφια καὶ ὁ συμβολισμός αὐτῶν ἐν τῇ Ὁρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ, του Γ. Μεντιδάκη, Τύπος και συμβολισμός στην ορθόδοξη λατρεία και της Λοΐζας Μολέσκη, Τα ιερά σκεύη και άμφια και οι λειτουργικοί συμβολισμοί τους (μεταπτυχιακή εργασία). Η εργασία μας δομείται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο δεικνύεται η σπουδαιότητα και λειτουργικότητα του συμβόλου, που εδραιώνεται στην ιστορική του τεκμηρίωση, καθώς και η αναγκαιότητά του για την ουσιαστική και ενεπίγνωστη μετοχή στη θεία λατρεία. Το δεύτερο κεφάλαιο, χωρίζεται σε δύο υποενότητες. Στην πρώτη παρουσιάζεται συνοπτικά ο βίος των υπομνηματιστών και το λειτουργικό τους έργο. Στη δεύτερη επισημαίνονται τα λειτουργικά υπομνήματα, ο χρόνος και ο τόπος συγγραφής τους, καθώς και η γνησιότητα ή μη της υπογραφής τους. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται προσπάθεια καταγραφής των συμβολισμών των ιερών μυστηρίων, χωρίς να γίνεται αναλυτική παρουσίαση της τελετουργίας των μυστηρίων. Το τέταρτο κεφάλαιο χωρίζεται σε τρεις υποενότητες. Στην πρώτη αναπτύσσονται οι συμβολισμοί του ιερού ναού. Στην δεύτερη δίδονται οι συμβολισμοί των λειτουργικών σκευών, ενώ στην τρίτη αποθησαυρίζονται οι ποικίλοι και ενίοτε διαφορετικοί μεταξύ τους συμβολισμοί των αμφίων των τριών ιερατικών τάξεων. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι συμβολισμοί στην τέλεση της θείας λειτουργίας από την έναρξη της προσκομιδής έως και το μοίρασμα του αντιδώρου. 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΒΟΛΟ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ 1. Η έννοια του συμβόλου. Η λέξη «σύμβολον» παράγεται ετυμολογικά από το ρήμα «συμβάλλω», που σημαίνει βάζω μαζί, συνάπτω, ενώνω 6 και δεικνύει τη συμμετοχή στο συμβολιζόμενο 7. Αν θέλαμε να δώσουμε έναν ορισμό στον όρο «σύμβολο», «θα τον θέταμε ως τη χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου ή μιας ιδέας, έτσι ώστε να αντιπροσωπεύει κάτι διαφορετικό μια διαφορετική βιωματική εικόνα ή ιδέα» 8. Είναι το χαρακτηριστικό εκείνο σήμα ή σημείο, από το οποίο συμπεραίνει ή αναγνωρίζει κανείς κάτι 9. Κατά τη λειτουργία του, ως γέφυρα μεταξύ Θεού και κόσμου, μετέχει και των δύο αυτών πραγματικοτήτων 10. Υπαρξιακή πηγή του συμβόλου είναι η ανάγκη να γεφυρωθεί κατά κάποιον τρόπο η απόσταση μεταξύ πεπερασμένου και απείρου. Η λέξη «προσευχή» είναι ένα σύμβολο. Δεν διακρίνεται σαφώς η εσωτερική της έννοια, όπου όλο το «είναι» στρέφεται προς τον Θεό, αλλά, όταν μαθαίνουμε την ελληνική γλώσσα, αναγνωρίζεται ως σύμβολο αυτής της εσωτερικής κατάστασης 11. Αν θέλαμε να διερευνήσουμε τη χρήση του συμβόλου στα βάθη της ιστορίας, θα το εντοπίζαμε αρχικά στην περιοχή του δικαίου, ως σημείο αναγνωρίσεως, γιατί το προβαλλόμενο ως σύμβολο αποτελούσε το τμήμα ενός όλου. Δύο τμήματα ενός δακτυλιδιού, μιας σφραγίδας, ενός μικρού πιάτου ή μιας βέργας χρησίμευαν για να αποδείξουν με την τέλεια σύμπτωσή τους την αναγνώριση, την ταυτότητα ή την νομιμότητα των πρεσβευτών ή των συμβαλλομένων σ ένα συμβόλαιο. Ως όρο τον χρησιμο- 6 H. LIDDELL-R. SCOTT, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, Αθήναι 1938, τόμ. 4, σ A. J. McKELWAY, The systematic theology of Paul Tillich, a review and analysis, εκδ. Luttevorth, London 1964, σ Π. ΣΚΑΛΤΣΗ, «Ἡ τῶν συμβόλων ἀλήθεια (Φαινομενολογική καί θεολογική προσέγγιση)», Λειτουργικές Μελέτες, τ. Α, εκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1999, σ Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Συμβολική Θεολογία, Πανεπιστημιακές Σημειώσεις, Α.Π.Θ., έκδοση Υπηρεσίας Δημοσιευμάτων, Θεσσαλονίκη 1986, σ ΜΗΤΡ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, «Συμβολισμός και Ρεαλισμός στην Ορθόδοξη Λατρεία (ιδιαίτερα στη Θ. Ευχαριστία)», Σύναξη 71 (1999) DANIEL JOHNSON FLEMING, Christian Symbols in a world community, εκδ. Friendship press, New York 1940, σ ποιεί και ο Πλάτωνας, για να διασαφηνίσει ότι ο άνθρωπος ως συγκεκριμένο φύλο (άνδρας ή γυναίκα) είναι σύμβολο του άλλου φύλου, γιατί α- ποτελεί το μισό του όλου ανθρώπου 12. Σύμβολο ακόμη είναι το δελτίο ταυτότητας των δικαστών στην κλασική Αθήνα, το εισιτήριο για τα κοινά δείπνα, ο αρραβώνας ως σημείο εγγυήσεως της εμπορικής συμφωνίας, η συνθήκη μεταξύ δύο πόλεων για την αμοιβαία προστασία του εμπορίου και το σήμα φιλοξενίας (tessera hospitalitatis), δηλαδή δύο κομμάτια από ένα στραγάλι ή νόμισμα που χρησίμευαν για την αναγνώριση φιλικών προσώπων και κυρίως ως διακριτικό γνώρισμα συναφθείσας φιλοξενίας 13. Το σύμβολο λοιπόν έχει προεκτάσεις που δύσκολα κάποιος αναγνωρίζει με την πρώτη ματιά. Αυτός είναι ο λόγος που το σύμβολο με την αισθητή θέα και την νοητή σημασία του γίνεται σημαντικό μέσο εκφράσεως στη θρησκεία και την τέχνη. Έτσι η λέξη σύμβολο σημαίνει και κάθε τι που στα ειδωλολατρικά μυστήρια εκφράζει τη θεότητα ή κάποια θρησκευτική έννοια. «Αν τα χωρίζαμε σε δυο μεγάλες κατηγορίες, θα είχαμε τα φυσικά και τα συμβατικά σύμβολα, εκείνα δηλαδή που είναι ξένα προς τη φύση των συμβολιζόμενων προσώπων ή πραγμάτων. Τα συμβατικά σύμβολα ως οντολογικώς διαφοροποιημένα από τη συμβολιζόμενη πραγματικότητα ονομάζονται συνήθως αλληγορικά σύμβολα. Στα αλληγορικά σύμβολα εντάσσονται και οι πρωτοχριστιανικές παραστάσεις του Χριστού ως αμνού ή ψαριού, της Εκκλησίας ως πλοίου κ.λπ., επειδή αυτές αισθητοποιούν στο μυημένο πιστό το περιεχόμενο της πίστεώς του, το οποίο παραμένει άγνωστο στον τυχόντα αμύητο θεατή τους» 14. Στην θεολογία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ο όρος «σύμβολο» παίρνει περισσότερο εξειδικευμένη έννοια. Έτσι σύμβολο ονομάζεται: α) Αρχικά ο όρος της πίστεως που εκφωνείται από τον προσερχόμενο στο μυστήριο του βαπτίσματος. β) Οι δογματικοί όροι και οι αποφάσεις των επτά οικουμενικών συνόδων που αναφέρονται σε θέματα πίστεως και ειδικότερα οι όροι της πρώτης και δευτέρας οικουμενικής συνόδου. γ) Οι εικόνες. Στο πλαίσιο της Ορθοδοξίας, παράλληλα με τον λόγο, αποτελούν σύμβολο της Εκκλησίας και οι εικόνες, με την έννοια ότι συμβάλλουν στην κατανόηση της πραγματικότητας που επιχειρούν να εκφράσουν. Η Συμβολική της Χριστιανικής Τέχνης και Λατρείας ασχολείται αφενός με τις συμβολικές παραστάσεις και τα παλαιοχριστιανικά αισθητά σύμβολα, που αποτελούν εξωτερικές εικόνες του αόρατου πνευματικού κόσμου, αφετέρου με τη συμβολική-αλληγορική σημασία αντικειμέ- 12 Συμπόσιον 1, 19: «ἕκαστος οὖν ἡμῶν ἀνθρώπου ξύμβολον ἅτε τετμημένος, ζητεῖ δή ἀεί τό αὐτοῦ ἕκαστος σύμβολον». 13 H. LIDDELL-R. SCOTT, Μέγα λεξικόν της ελληνικής γλώσσης, Αθήναι 1938, τ. 4, σ Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, Συμβολική Θεολογία, όπ. π., σ. 3. Βλ. και DANIEL JOHNSON FLEM- ING, Christian Symbols in a world community, όπ. π., σ νων που χρησιμοποιούνται στη λατρεία ή γενικότερα με τη συμβολική σημασία του τυπικού της θείας λατρείας Η θεολογία του συμβόλου. Οι εικονικές περιγραφές της Βίβλου και η χριστιανική παράδοση δεν είναι αφηρημένα σύμβολα αλλά η ίδια η ιστορία της θείας οικονομίας 16. Στην Π.Δ., και συγκεκριμένα στη Γένεση, βρίσκουμε τον πρώτο θεολογικό συμβολισμό: Ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού 17 έχει τη δυνατότητα να αγιάσει και να φιλοξενήσει στην ψυχή του τον Θεό 18. Στη συνέχεια παρατηρείται ένας πλούτος συμβολισμών που σκοπό έχουν είτε να νουθετήσουν είτε να παρηγορήσουν τους πιστούς. Οι προφήτες, γνωρίζοντας ότι δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί, μιλούν συμβολικά. Ο Κύριος, όπως μας είναι γνωστό από τα Ευαγγέλια, μιλούσε συχνά με παραβολές. Χρησιμοποιούσε αυτές τις συμβολικές πρακτικές διηγήσεις, που ήταν ακατανόητες για τους πολλούς, ώστε να μεταδώσει μεστά νοήματα στους πιστεύοντες. «Οι παραβολές είναι ένα είδος συμβόλου και τα σύμβολα ένα είδος παραβολών» 19, καθώς υπηρετούν τον ίδιο σκοπό να μεταδώσουν τις υπερβατικές αλήθειες, που είναι αδύνατον να διατυπωθούν με τον ανθρώπινο λόγο. Με παραβολικό επίσης τρόπο είναι γραμμένο το βιβλίο της Αποκάλυψης, καθώς «ο συμβολικός λόγος συνιστά τον κύριο τρόπο αποκάλυψης της βασιλείας του Θεού» 20. Η κατανόηση των αγιογραφικών συμβολισμών προϋποθέτει γνώση της Αγίας Γραφής, απ την οποία τροφοδοτούνται και νοηματοδοτούνται ακόμη και τα σύμβολα που δε βρίσκονται στα περιεχόμενά της. Για τον λόγο αυτό, ο συμβολικός λόγος είναι αφενός ακατανόητος για τους αμύητους στο Χριστιανισμό, αφετέρου λαλίστατος για τους πιστούς, καθώς το άκουσμα ή η θέα του συμβόλου τούς ανάγει στο συμβολιζόμενο, αποθησαυρίζοντας κάθε φορά νέες διαστάσεις του Δ. ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗ, όπ. π., σσ Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β. Έκθεση τής ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη ²1988, σ Βλ. και Π. ΣΚΑΛΤΣΗ, όπ. π., σ Γεν. 1, 26. Βλ. και Σοφία Σειράχ 17, ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί τῆς οὐρανίου ἱεραρχίας, PG 3, 236C. 19 Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Τελετουργικά Θέματα, τ. Α, εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2002, σ Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Τελετουργικά Θέματα, όπ. π., σ Ι. ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ, Τελετουργικά Θέματα, όπ. π., σ 3. Η λειτουργία του συμβόλου. Η ιστορική και εσχατολογική συμβολική 22 τελετουργική είναι η γέφυρα επικοινωνίας του Θεού και των πιστών. Συμβάλλουν και οδηγούν τον άνθρωπο στη γνώση και την αναγνώριση απρόσιτων στη λογική πραγμάτων. Βασική βέβαια προϋπόθεση για να επιτελέσουν οι συμβολισμοί το σκοπό τους είναι αφενός η ελεύθερη συμμετοχή Θεού και ανθρώπου και αφετέρου η γνώση των εικονιζομένων. Κατά τον άγιο Μάξιμο, υπάρχει άρρηκτη σχέση συμβολισμού και εμπειρίας, γιατί ο άνθρωπος, οδηγούμενος από τη θεία χάρη που ενεργεί πλούσια στη σύναξη, μεταποιείται, μεταμορφώνεται σε ό,τι αντιπροσωπεύει καθένα από τα τελούμενα ιερά μυστήρια και σύμβολα της σωτηρίας 23. Επιπλέον, η Εκκλησία μας χειρίζεται τα σύμβολα ως βασικό όργανο της μνημαγωγίας 24, επί τω σκοπώ, σύμφωνα με τον λόγο του Καβάσιλα, «μή δοῦναι τῇ λήθῃ χώραν» και για να διατηρήσουν «τήν μνήμην ἀκμάζουσαν» 25. Βοηθούν τους πιστούς στην αναβίωση της σωτηριολογικής πορείας, όμως δεν είναι στόχος τους η προσκόλληση στο παρελθόν, στα ιστορικά γεγονότα, αλλά στη μέλλουσα Δευτέρα Παρουσία 26. Σύμφωνα, εξάλλου, με τη διδασκαλία του Ιωάννου Δαμασκηνού, η εικόνα είναι το βιβλίο των αγραμμάτων και το σύμβολο η γλώσσα της πίστεως. Με τα σύμβολα διαμορφώνονται εμπειρίες ή παραστατικές εικόνες για συμβολιζόμενα πρόσωπα, πράγματα ή έννοιες, που απέχουν χρονικά ή τοπικά από τον σύγχρονο ζωντανό άνθρωπο 27. Το αισθητικό στοιχείο είναι προετοιμασία, ερέθισμα, όχημα της πνευματικής εμπειρίας του Θεού. Η θρησκευτική εμπειρία είναι δυνατή και κατανοητή, όταν παραλαμβάνεται με τη βοήθεια συμβολικών μέσων έκφρασης ΜΗΤΡ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, «Συμβολισμός και ρεαλισμός στην Ορθόδοξη λατρεία», Σύναξη, 71 (1999) ΜΑΞΙΜΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ, Μυσταγωγία, Εισαγωγή-Σχόλια πρωτοπρ. Δ. Στανιλοάε, μετάφρ. Ιγνάτιος Σακαλής, εκδ. Αποστολικής Διακονίας [σειρά «Ἐπί τὰς πηγάς» 1], Α- θήνα 1973, σσ , «καὶ διὰ τὴν ἀοράτως ἀεὶ μὲν παροῦσαν τοῦ ἁγίου Πνεύματος χάριν, ἰδιοτρόπως δὲ μάλιστα κατὰ τὸν καιρὸν τῆς ἁγίας συνάξεως, καὶ ἕκαστον τῶν εὑρισκομένων μεταποιοῦσάν τε καὶ μετασκευάζουσαν, καὶ ἀληθὲς μεταπλάττουσαν ἐπὶ τὸ θειότερον ἀναλόγως ἑαυτῷ, καὶ πρὸς δηλούμενον διὰ τῶν τελουμένων μυστηρίων ἄγουσαν». 24 Α. ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ, Μνήμη και λήθη στη Θεία Λειτουργία, εκδ. Λύχνος, Αθήνα 1989, σ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΒΑΣΙΛΑ, Ἑρμηνεία εἰς τὴν Θείαν Λειτουργίαν, A, PG 150, 376AB. 26 ΜΗΤΡ. ΠΕΡΓΑΜΟΥ ΙΩΑΝΝΗ, όπ. π., σ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Λόγος Α, PG 94, 1248C. Βλ. και Β. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ, Αἱ χριστολογικαί ἀντιλήψεις τῶν Εἰκονομάχων, Αθήνα 1975, σ Δ. ΔΑΚΟΥΡΑ, «Σύμβολα και συμβολική εξ επόψεως θρησκειολογικής», Θεολογία 60(1989) «Ένα σύμβολο είναι αληθινό μόνο όταν η σημασία του είναι ανεξάντλητη και απέραντη, όταν διαθέτει τη μυστική γλώσσα των υπαινιγμών. Είναι αυτό που στην πατερική σκέψη τονίζεται, ότι δηλαδή αναγόμαστε από τα αισθητά προς τα νοητά και θεώμεθα των θείων μυστηρίων διά τῶν προσπεφυκότων αὐτοῖς αἰσθητῶν συμβόλων» Η ανάγκη του συμβόλου. Αν και η Εκκλησία είναι ορατή από τον άνθρωπο, εν τούτοις δεν του είναι δυνατό να κατανοήσει τη φύση της, δεδομένου ότι αυτή υπερβαίνει τα όρια του καταληπτού, αφού είναι μυστήριο γνωστό «μόνῳ σοφῷ Θεῷ» 30. Γι αυτό χρησιμοποιούμε παραστάσεις και σύμβολα, με τα οποία επιχειρείται περιγραφή της πραγματικότητας αυτής 31. Η συμβολική γλώσσα της θείας λειτουργίας είναι απαραίτητη για την γεφύρωση των σχέσεων κτιστού και ακτίστου, Θεού και ανθρώπων. Βοηθά τους πιστούς να αντιληφθούν και να κατανοήσουν τα μυστήρια της Εκκλησίας, δείχνοντάς τους κάθε φορά τμήματα της πρισματικής α- λήθειας που αδυνατούν συνολικά, στην ολότητά της, να την κατανοήσουν. Υπάρχει μέσα μας έμφυτη η ικανότητα προς εμπειρία και γνώση του Θεού, η οποία ενεργοποιείται κατά τη θέα εξωτερικών πραγμάτων. Από τα εξωτερικά αυτά δημιουργήματα οδηγούμαστε στη γνώση του Δημιουργού Θεού, από τα αισθητά σύμβολα ανερχόμαστε στα υπεραισθητά. Τα σύμβολα φανερώνουν την ανθρωπίνως δυνατή προσπέλαση του θείου 32. Σε μια εποχή, όπου η υλιστική και απρόσωπη διαβίωση κλονίζουν συθέμελα την κοινωνία μας, η ζωή «ἐν τοῖς μυστηρίοις» φαίνεται να είναι η μόνη λύση, ο στυλοβάτης της σωτηρίας μας 33. «Η μυστηριακή ζωή ως η εν Χριστώ ζωή, χωρίς να είναι αντίθετη με την πρόοδο και την ευημερία, έρχεται και θέτει στον άνθρωπο νέες προοπτικές, καινούργιους δρόμους και διευρύνει τον ορίζοντα των πνευματικών αναζητήσεών του. Τοποθετεί το ανθρώπινο πρόσωπο πάνω από τα είδωλα του σύγχρονου κόσμου και το απαλλάσσει από τον ευδαιμονισμό, την καταναλωτική υστερία και τον εγωκεντρικό προσανατολισμό. Βοηθά